- υδατοδιαλυτός
- -ή, -ό, Ν(βιοχ.-χημ.) αυτός που είναι διαλυτός στο νερό, σε αντιδιαστολή με άλλον που είναι διαλυτός σε άλλα περιβάλλοντα, λ.χ. στις αλκοόλες ή στα λίπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + διαλυτός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. hydrosoluble].
Dictionary of Greek. 2013.