υδατοδιαλυτός

υδατοδιαλυτός
-ή, -ό, Ν
(βιοχ.-χημ.) αυτός που είναι διαλυτός στο νερό, σε αντιδιαστολή με άλλον που είναι διαλυτός σε άλλα περιβάλλοντα, λ.χ. στις αλκοόλες ή στα λίπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + διαλυτός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. hydrosoluble].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”